χοιράδ'

χοιράδ'
χοιράδα , χοιράς
like a hog
fem acc sg
χοιράδι , χοιράς
like a hog
fem dat sg
χοιράδε , χοιράς
like a hog
fem nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χοιράδωση — η, Ν ιατρ. παλαιά ονομασία τής χρόνιας φυματιώδους λεμφαδενίτιδας τού τραχήλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοιράς, χοιράδ ος + κατάλ. ωση (< ρ. σε ώνω), πρβλ. φυματί ωση. Η λ., στον λόγιο τ. χοιράδωσις, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] …   Dictionary of Greek

  • χοιραδοειδή — τα, Ν βοτ. παλαιότερη, λόγια ονομασία για την οικογένεια φυτών σκροφουλαριίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοιράδ ιο + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • χοιραδόδερμα — το, Ν η λοίμωξη τού δέρματος τών ατόμων που πάσχουν από χοιράδωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοιράς, χοιράδ ος + δέρμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”